- φραίνω
- Νευφραίνω, χαροποιώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραίνω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου / ε / (πρβλ. εὑρίσκω: βρίσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οσφραίνομαι — (Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω) 1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.) 2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.) νεοελλ. προαισθάνομαι, προμαντεύω… … Dictionary of Greek